- τριακτήρ
- τρῐακτήρ, ῆρος, ὁ, ([etym.] τριάζω)A victor, A.Ag.171 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριακτήρ — ῆρος, ὁ, Α νικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάζω + επίθημα τήρ* (πρβλ. διδακ τήρ)] … Dictionary of Greek
τριακτῆρος — τριακτήρ victor masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριαστής — ὁ, Α [τριάζω] τριακτήρ* … Dictionary of Greek